φυσικός

φυσικός
-ή, -ό / φυσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν [φύσις]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στις αρχές που τήν διέπουν (α. «φυσικά φαινόμενα» β. «ἡ φυσικὴ ἐπιστήμη», Αριστοτ.)
3. ο σχετικός με την ύλη ή το σώμα, υλικός, σωματικός, σε αντιδιαστολή προς τον ψυχικό ή τον πνευματικό (α. «φυσικές ανάγκες» β. «τὸν ἔρωτα, εἴτε θεῖον, εἴτε ἀγγελικόν, εἴτε νοερόν, εἴτε ψυχικόν, εἴτε φυσικόν», Δίον. Αρ.)
4. μτφ. ειλικρινής, ανεπιτήδευτος (α. «φυσικό παίξιμο» β. «φυσικό φως» γ. «ἀληθὲς καὶ φυσικὸν χρῶμα», Διον. Αλ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυσικά
α) η επιστήμη τής φυσικής
β) ως κύριο όν. Φυσικά
τίτλος συγγράμματος τού Αριστοτέλους στο οποίο ερευνώνται οι βασικές αρχές ερμηνείας τής φύσης
7. φρ. «Μετά τα φυσικά» — τίτλος συγγράμματος τού Αριστοτέλους στο οποίο διατυπώνεται η θεωρία για τις αρχές τού όντος
νεοελλ.
1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει σύμφωνα με τη φύση («φυσικός θάνατος» — θάνατος που προήλθε από φυσικά αίτια, από γηρατειά)
2. αυτός που αποτελεί αναγκαίο επακόλουθο («ήταν φυσικό να χωρίσουν μετά από όσα τού έκανε»)
3. μτφ. λιτός, απέριττος («φυσική ομορφιά»)
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η, φυσικός
α) επιστήμονας ειδικός στη φυσική
β) καθηγητής τής φυσικής
5. το θηλ. ως ουσ. βλ. φυσική
6. το ουδ. ως ουσ. το φυσικό
α) (για πρόσ.) i) ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας («είναι τού φυσικού του να μιλάει άσχημα στους άλλους)
ii) ιδιότητα, χαρακτηριστικό (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα φυσικά του, άλλα θετικά, άλλα αρνητικά» β. «γιατί έτσι τό 'χει φυσικό τσή Μοίρας το παιγνίδι», Ερωτόκρ.)
7. φρ. α) «Μικρά Φυσικά» — ονομασία που δόθηκε από τους Λατίνους σε σειρά έργων τού Αριστοτέλους που επιγράφονται Ζωικά
β) «φυσικά δικαιώματα»
(οικον.) οι ελευθερίες ή τα μέσα που θα πρέπει να παρέχονται σε όλους τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές και σε οποιεσδήποτε συνθήκες
γ) «φυσικές επιστήμες» — οι επιστήμες που μελετούν συστηματικά τον ανόργανο κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τις βιολογικές επιστήμες, που μελετούν τον ενόργανο κόσμο
δ) «φυσική αγωγή» — το σύνολο τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που επιδιώκουν παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. σωματική αγωγή
ε) «φυσική ανθρωπολογία»
ανθρωπολ. επιστήμη που εξετάζει τις ανθρώπινες ομάδες από σωματική άποψη
στ) «φυσική ακολουθία αριθμών»
μαθημ. ακολουθία ακέραιων αριθμών, όπου ο κάθε αριθμός σχηματίζεται με την προσθήκη μιας μονάδας στον προηγούμενο του
ζ) «φυσική αύξηση»
(κοινων.) η αύξηση τού πληθυσμού που οφείλεται στην υπεροχή τών γεννήσεων έναντι τών θανάτων
η) «φυσική γεωγραφία»
γεωγρ. κλάδος τής γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη τών μορφολογικών χαρακτηριστικών τής Γης
θ) «φυσική επιλογή»
βιολ. βλ. επιλογή
ι) «φυσική μείωση»
(κοινων.) η μείωση τού πληθυσμού που οφείλεται στην υπεροχή τών θανάτων έναντι τών γεννήσεων
ια) «φυσική περιοχή»
γεωγρ. βλ. περιοχή
ιβ) «φυσική τιμή»
(οικον.) η τιμή που εξισώνεται με το συνολικό μέσο κόστος και γύρω από την οποία κυμαίνεται η τιμή αγοράς επί μακρό σχετικά χρονικό διάστημα
ιγ) «φυσική ρόφηση» ή «φυσική προσρόφηση»
φυσ.-χημ. φαινόμενο αντιστρεπτής προσρόφησης, τού οποίου ο μηχανισμός περιγράφεται με τη βοήθεια φυσικών δράσεων
ιδ) «φυσική τάξη»
(βιολ.-βοτ.) παλαιά, ιστορική ταξινομική κατηγορία, η οποία αντιστοιχεί λιγότερο ή περισσότερο με τη σύγχρονη κατηγορία τής οικογένειας
ιε) «φυσική ταξινόμηση»
βιολ. σύστημα ταξινόμησης το οποίο ομαδοποιεί τους οργανισμούς με βάση το σύνολο τών χαρακτηριστικών τους και επιχειρεί να υποδείξει τις εξελικτικές σχέσεις
ιστ) «φυσική χημεία»
χημ. η φυσικοχημεία
ιζ) «φυσικό αέριο»
(χημ.-τεχνολ.) το σύνολο τών αέριων υδρογονανθράκων που βρίσκονται μέσα σε πετρώματα-ταμιευτήρες στα πετρελαιοφόρα κοιτάσματα, από όπου εξορύσσονται, και τα οποία χρησιμοποιούνται ως καύσιμα ή ως πρώτη ύλη τής πετροχημικής βιομηχανίας
ιη) «φυσικό δίκαιο»
(νομ.) ιστορικός όρος που δηλώνει ένα σύστημα τού ορθού και τού δικαίου το οποίο θεωρείται κοινό για όλη την ανθρωπότητα, ένα σώμα γενικά αναγνωρισμένων αρχών ορθής συμπεριφοράς οι οποίες απορρέουν από την ίδια τη φύση τού ανθρώπου, αντίστοιχο με το φυσικό σύστημα που διέπει το Σύμπαν και αντιδιαστελλόμενο προς το λεγόμενο θετικό δίκαιο, δηλαδή τους κανόνες που θεσπίζονται από το κράτος και τών οποίων η εφαρμογή εξασφαλίζεται με συγκεκριμένες κυρώσεις
ιθ) «φυσικό εκκρεμές»
φυσ. κάθε στερεό σώμα, στρεπτό γύρω από έναν οριζόντιο άξονα
κ) «φυσικοί αριθμοί»
μαθημ. οι απλούστεροι ακέραιοι αριθμοί 1, 2, 3, 4... ή και το 0
κα) «φυσικοί νόμοι»
i) (φιλοσ.) οι νόμοι που διέπουν τη φύση και δρουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση και τη θέληση τών ανθρώπων και δεν είναι δυνατόν να παραβιαστούν ή να μεταβληθούν
ii) φυσ. οι σχέσεις μεταξύ μεγεθών που αναφέρονται στις αλληλεπιδράσεις, στην κίνηση και τη δομή τής ύλης, στην ενέργεια και στις μετατροπές ύλης και ενέργειας
κβ) «φυσικοί πόροι»
(οικον.) το σύνολο τών φυσικών προϊόντων, τών κοιτασμάτων μεταλλευμάτων και άλλων ορυκτών, τών καλλιεργούμενων και αξιοποιήσιμων εδαφών, τών δασών και τών υδάτων που διαθέτει μια χώρα, αλλ. φυσικός πλούτος
μσν.
1. νόμιμος («τὸν βασιλέα ποὺ εἴχασιν διὰ φυσικὸν ἀφέντην», Χρον. Μoρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρυφους νόμους τής φύσης, μαγικός («φυσικὰ φάρμακα» — μαγικές επωδοί ή φυλαχτά, Αλεξ. Τραλλ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυσικοί
οι μάγοι
4. φρ. «φυσικός υἱὸς [ή παῖς]» — εξώγαμο παιδί (Θωμ. Μ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) πιθ. στρατιωτικός χειρουργός
β) προσωνυμία τού Επικούρου
2. το θηλ. ως ουσ. η φυσική φιλοσοφία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυσικοί
οι Ίωνες και άλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι
4. το ουδ. ως ουσ. (στους Στωικ.) κλάδος τής φιλοσοφίας με αντικείμενο τη φύση και την αρχική αιτία τών πραγμάτων
5. (το αρσ. υπερθ. βαθμού ως ουσ.) ὁ φυσικώτατος
προσωνυμία που αποδόθηκε στον Θαλή
6. φρ. α) «Φυσική ἀκρόασις» — τίτλος πραγματείας τού Αριστοτέλους
β) «τὰ πρῶτα καὶ φυσικώτατα» — τα πρώτα στοιχεία τών πραγμάτων (Πλούτ.)
γ) «φυσικοί ὀδόντες» — οι νεογιλοί οδόντες (Νικόμ.).
επίρρ...
φυσικώς / φυσικῶς, ΝΜΑ, και φυσικά Ν
με φυσικό τρόπο
νεοελλ.
1. οπωσδήποτε, βεβαίως («φυσικά και θα πάμε εκδρομή, αφού μάς κάλεσαν»)
2. κατά συνέπεια («εφόσον δεν διάβασες, φυσικά θα αποτύχεις»)
μσν.
με μαγικά μέσα
αρχ.
1. από τη φύση («φυσικῶς ὠχυρωμένη», Διόδ.)
2. σύμφωνα με τους νόμους που διέπουν τη φύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσικός — natural masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση, που πλάστηκε από τη φύση. 2. αυτός που αποβλέπει στην τάξη της φύσης ή που εξετάζει τη φύση: Φυσικοί νόμοι. – Φυσικές επιστήμες. 3. αυτός που είναι από ύλη, αυτός που είναι του σώματος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσικός αριθμός — Bλ. λ. αριθμός …   Dictionary of Greek

  • φυσικά — φυσικός natural neut nom/voc/acc pl φυσικά̱ , φυσικός natural fem nom/voc/acc dual φυσικά̱ , φυσικός natural fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικώτερον — φυσικός natural adverbial comp φυσικός natural masc acc comp sg φυσικός natural neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικωτάτων — φυσικός natural fem gen superl pl φυσικός natural masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικωτέρων — φυσικός natural fem gen comp pl φυσικός natural masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικῶν — φυσικός natural fem gen pl φυσικός natural masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικόν — φυσικός natural masc acc sg φυσικός natural neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσικώτατα — φυσικός natural adverbial superl φυσικός natural neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”